συναπαντώ

συναπαντώ
συναπαντῶ, -άω, ΝΑ, μέσ. συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι Ν [ἀπαντῶ]
νεοελλ.
1. συναντώ κάποιον τυχαία
2. προϋπαντώ
3. μέσ. συναπαντώμαι και συναπαντιέμαι και συναπαντιούμαι
συναντώμαι με κάποιον τυχαία
αρχ.
έρχομαι σε έναν τόπο συγχρόνως με κάποιον άλλον («συναπαντήσαντος εἰς τὸν τόπον ὄχλου πολλοῡ», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναπαντήχνω — Ν (στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι») β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προσυναπάντησις — ήσεως, ἡ, Α ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)] …   Dictionary of Greek

  • συναπάντημα — το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [συναπαντῶ] νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. προϋπάντηση 3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία 4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συναπάντηση — η, Ν συναπάντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναπαντώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναπάντησις, μαρτυρείται από το 1856 στον Γ. Τερτσέτη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”