συναπαντήχνω — Ν (στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι») β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί… … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προσυναπάντησις — ήσεως, ἡ, Α ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)] … Dictionary of Greek
συναπάντημα — το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν [συναπαντῶ] νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. προϋπάντηση 3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία 4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός μσν. 1.… … Dictionary of Greek
συναπάντηση — η, Ν συναπάντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναπαντώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναπάντησις, μαρτυρείται από το 1856 στον Γ. Τερτσέτη] … Dictionary of Greek